ψυχώσεων

ψυχώσεων
ψῡχώσεω̆ν , ψύχωσις
a giving soul
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρονάρκωση — η ιατρ. παραλλαγή τής μεθόδου τής ηλεκτροσπασμοθεραπείας, δηλ. τού ηλεκτροσόκ, για τη θεραπεία τών ψυχώσεων που γίνεται με ασθενέστερες τάσεις απ αυτές τού ηλεκτροσόκ, εφαρμόζεται για περισσότερο χρόνο, δεν προκαλεί σπασμούς, αλλά επιδιώκει μόνο… …   Dictionary of Greek

  • καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… …   Dictionary of Greek

  • νευροληπτικός — ή, ό φρ. «νευροληπτικά φάρμακα» ή, απλώς, «νευροληπτικά» (ιατρ. φαρμ.) ψυχοτρόπα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως κατευναστικά ή αποανασταλτικά για τη χημική θεραπεία τών ψυχώσεων …   Dictionary of Greek

  • σχιζοφρενία — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από την αποδιοργάνωση της προσωπικότητας αυτό που ονομάζεται διάσπαση των ψυχικών λειτουργιών με έκπτωση του συναισθήματος, απώλεια της επαφής με το περιβάλλον (αυτισμός) και ψευδαισθήσεις. Συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”